ὑμενώδη

ὑμενώδη
ὑμενώδης
full of membranous substances
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ὑμενώδης
full of membranous substances
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ὑμενώδης
full of membranous substances
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… …   Dictionary of Greek

  • αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… …   Dictionary of Greek

  • δερματογενής — ές 1. αυτός που γεννιέται στο δέρμα ή διαπλάθεται και αναπτύσσεται από αυτό 2. φρ. «δερματογενή οστά» οστά που παράγονται από υμενώδη στρώματα οστεοβλαστών …   Dictionary of Greek

  • δερμόπτερος — η, ο (Α δερμόπτερος, ον) όποιος έχει δερματώδη, υμενώδη φτερά, όπως η νυχτερίδα …   Dictionary of Greek

  • ευθυουρηθραίος — α, ο φρ. «ευθυουρηθραίο τρίγωνο» τριγωνικό διάστημα με το οποίο η πρόσθια επιφάνεια τής περινεϊκής μοίρας τού απευθυσμένου στον άνδρα χωρίζεται από τον προστάτη και την υμενώδη μοίρα τής ουρήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + ουρηθραίο] …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • χλαμύδιο — το / χλαμύδιον, ΝΜΑ [χλαμύς, ύδος] νεοελλ. 1. βοτ. το απλό ή διπλό περιάνθιο ενός άνθους 2. στον πληθ. τα χλαμύδια α) βοτ. τα υμενώδη περιβλήματα τού σπέρματος τών φυτών β) (μικρβλ.) ομάδα ή, κατ άλλους, τάξη αρνητικών κατά Γκραμ παρασιτικών… …   Dictionary of Greek

  • κινήτωση — Παθολογική κατάσταση η οποία προκαλείται από κινήσεις που διεγείρουν παρατεταμένα τα όργανα της ισορροπίας που βρίσκονται στον υμενώδη λαβύρινθο. Προσβάλλονται ιδιαίτερα όσοι πάσχουν από νευροφυτικές διαταραχές, από πτώση των σπλάχνων, από… …   Dictionary of Greek

  • υμενώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, που μοιάζει με υμένα: Υμενώδη φτερά εντόμων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”